νέγρικος

νέγρικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νέγρους: Νέγρικη μουσική. – Νέγρικη συνοικία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νέγρικος — η, ο και νεγρικός, ή, ό [νέγρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους νέγρους («νέγρικη μουσική») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”